- ιδιολογια
- ἰδιολογίαἰδιο-λογίαἥ особое обсуждение, специальное исследование Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιδιολογία — η (Α ἰδιολογία) [ιδιολόγος] νεοελλ. το να μιλάει κάποιος συστηματικά για τον εαυτό του, η περιαυτολογία αρχ. 1. ιδιαίτερη συνομιλία 2. υποκειμενική θεωρία κάποιου … Dictionary of Greek
ἰδιολογίαν — ἰδιολογίᾱν , ἰδιολογία subjective theorizing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek